- νούλα
- η(λ. ιταλ.)1. μηδέν, μηδενικό.2. για πρόσωπα και πράγματα, αυτός που δεν έχει καμιά αξία: Ως γιατρός είναι μια νούλα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νούλα — η (Μ νούλα) μηδέν, μηδενικό («νούλα η νούλα τά φαγε ούλα» λέγεται για κακόπιστους και ιδιοτελείς λογαριασμούς, παροιμ.) νεοελλ. 1. (για πρόσ.) ανάξιος, τιποτένιος («μπορεί ως επιστήμονας να είναι σπουδαίος, αλλά ως άνθρωπος είναι μία νούλα») 2.… … Dictionary of Greek
Liste des prénoms grecs — Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération … Wikipédia en Français